λάκκος 1

λάκκος 1
λάκκος 1
Grammatical information: m.
Meaning: `pond, cistern, pit, reservoir' (IA.).
Compounds: As 1. member e. g. in λακκό-πλουτος m. `who hides his wealth in a cistern', surn. of Callias etc. (Plu.); as 2. member in the hypostasis προ-λάκκ-ιον (Arist.), προσ-λάκκ-ιον (Gal.) `pre-, side-cistern'; vgl. προ-άστ-ιον.
Derivatives: λακκ-αῖος `stemming from a λ.' (hell.), -ώδης `full of λ'. (Gp.), -άριος `guard of a λ.' (Gloss.), -ίζω `dig a λ.' (Suid.). Λακκίον name of the small harbour in Syracuse (D. S.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [653] *loku- `lake, pond'.
Etymology: Opposed to the o-stem λάκκος there are several western and northern languages with an u-stem: Lat. lacus `lake, pond, pit etc.', Celt., e. g. OIr. loch `lake, pond', Germ., e. g. OS lagu `lake, water', Slav., e. g. OCS loky 'λάκκος'; so λάκκος stands for *λάκϜ-ος (on the phonetics Schwyzer 317 a. 472). Details in WP. 2, 380f., Pok. 653, W.-Hofmann s. lacus, Vasmer Wb. 2,55. A trace of the u-stem in Greece Grošelj Razprave 2, 44 supposes in λάκυρος στεμφυλίας οἶνος H. (?). On the stemvowel (not convincing) Kuhn KZ 71, 150. - On NGr. forms λάκκος, λάκκα `cleft' (λάκ\<κ\>ας φάραγγας H.), λαγκάδι (\< λακκάδιον) `id.' Georgacas ByzZ 41, 367, Kretschmer Glotta 12, 202. Perh. from IE *loku-, Schrijver, Larr. Latin 422ff, 475.
Page in Frisk: 2,75-76

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λάκκος — pond masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — ο βαθύ κοίλωμα του εδάφους, γούβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λάκκος Σκλαβοπούλας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 20 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου …   Dictionary of Greek

  • Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Λάκκος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 31 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Ευρυτανίας, στον οποίο και υπαγόταν μέχρι το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου …   Dictionary of Greek

  • λάκκε — λάκκος pond masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκοι — λάκκος pond masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκοις — λάκκος pond masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκοισι — λάκκος pond masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκον — λάκκος pond masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”